- υποδικία
- η1. το να είναι κανείς υπόδικος: Η υποδικία δημιουργεί ψυχολογική αναστάτωση.2. το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι υπόδικος: Υποδικία έξι μηνών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.