υποδικία

υποδικία
η
1. το να είναι κανείς υπόδικος: Η υποδικία δημιουργεί ψυχολογική αναστάτωση.
2. το χρονικό διάστημα που κάποιος είναι υπόδικος: Υποδικία έξι μηνών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδικία — η, Ν 1. η κατάσταση τού υποδίκου 2. ο χρόνος κατά τον οποίο είναι κάποιος υπόδικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδικος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”